Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2013

Για μιά καλύτερη προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς









Συνήθειες και μέθοδοι στην αρχαιολογία έχουν αλλάξει σημαντικά κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, σαν επακόλουθο των μεγάλων αλλαγών στις κοινωνικές και πολιτικές μας πεποιθήσεις καθώς και στο σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν οι νέες τεχνολογίες στην επιστήμη και την έρευνα. Η αρχαιολογία δεν είναι πια η ευχάριστη ενασχόληση των ρομαντικών και των ιστορικών της τέχνης. Με τη βοήθεια άλλων κλάδων της επιστήμης μπορούμε σήμερα να κάνουμε σημαντικές προόδους για την προώθηση της γνώσης για όλες τις φάσεις της ζωής του παρελθόντος, ακόμα και του πιο μακρυνού, και να ανακαλύψουμε τεκμήρια αυτού του παρελθόντος, κινητά και σταθερά, που είμαστε σε θέση να συντηρήσουμε ή να αναπλάσουμε μερικώς, τόσο χάριν της μελέτης των ειδικών επιστημόνων αλλά και για το ευρύ κοινό. Η αρχαιολογία έχει κερδίσει σημαντικό σεβασμό σαν ένας κλάδος έρευνας (μερικοί θάλεγαν και επιστήμης), κι’ αυτό δημιουργεί ευθύνες για μας τους αρχαιολόγους που εργαζόμαστε στις ανασκαφές για να παράξουμε τροφή γι΄αυτούς που εργάζονται στις βιβλιοθήκες.
Ακριβώς πριν δεκατρία χρόνια, το Νοέμβριο του 1999, το ΄Ιδρυμα Α. Γ. Λεβέντη, σε συνεργασία με το Τμήμα Αρχαιοτήτων οργάνωσαν ένα διεθνές συμπόσιο για «Το πρόβλημα των αδημοσίευτων ανασκαφών». Τα Πρακτικά του συμποσίου δημοσιεύθηκαν το 2000. Σκοπός του συμποσίου ήτο να προβληματίσει τους αρχαιολόγους για τη σημασία και την αναγκαιότητα της έγκαιρης δημοσίευσης των ανασκαφών τους, υπογραμμίζοντας το αξίωμα ότι μια αδημοσίευτη ανασκαφή αποτελεί μια αρνητική συμβολή στην επιστήμη. Ελπίζω οι παραινέσεις εκείνου του
______________
*Προσφώνηση από τον Βάσο Καραγιώργη στο Διεθνές Συμπόσιο που οργανώθηκε από το ΄Ιδρυμα «Αναστάσιος Γ. Λεβέντης» στο οίκημά του στη Λευκωσία στις 3 Νοεμβρίου 2012.                                                                  

συμποσίου να ενθάρρυναν μερικούς διοικητικούς λειτουργούς να πάρουν μέτρα και να ψηφίσουν σχετική νομοθεσία, και τους αρχαιολόγους να αναλογιστούν ξανά τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις τους απέναντι στους συναδέλφους τους και στο ευρύ κοινό. Ας μου επιτραπεί να αναφέρω την ηθική συμπαράσταση του διαπρεπούς συναδέλφου καθηγητή Amihai Mazar, που έγραψε το 1996: “Πρέπει να ψηφισθεί ένας αυστηρός νόμος που να εμποδίζει τους αρχαιολόγους να ανασκάπτουν συνεχώς, χωρίς να έχουν επιδείξει καμμιά πρόοδο στη δημοσίευση παλαιότερων ανασκαφών τους. Η ισχύς του νόμου πρέπει να είναι καθολική, χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε διάκριση ανάμεσα σε νέους και παλαιούς αρχαιολόγους. Ο νόμος αυτός πρέπει να προνοεί την κατάσχεση αδημοσίευτου υλικού και την παράδοσή του σε άλλους αρχαιολόγους μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου».
Το πρόβλημα των αδημοσίευτων  ανασκαφών είναι ένα από τα πολλά προβλήματα που σχετίζονται με την αρχαιολογία. Παρ΄όλον ότι υπάρχει νομοθεσία σ΄όλες τις Μεσογειακές χώρες που διέπει την πολιτιστική κληρονομιά, η νομοθεσία αυτή είναι συχνά  φορές αναχρονιστική και πολλές φορές ανάγεται σε αποικιοκρατικές περιόδους .΄Οπως τονίσαμε στην αρχή της ομιλίας μας οι τάσεις έχουν τώρα αλλάξει  και επιβάλλεται επιτακτικά η ψήφιση νέων νόμων προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, στην οποίαν έχει τώρα προστεθεί και μια άλλη διάσταση, η φυσική κληρονομιά. Και οι δυό έχουν τη δική τους σημασία και πολλές φορές σε συνειρμό η μιά με την άλλη. Είναι απαράδεκτο, για παράδειγμα, να ψηφίζουμε νομοθεσία για την προστασία των ανασκαφέντων αρχιτεκτονικών ερειπίων της Αμαθούντας στην Κύπρο, αν δεν πάρουμε ταυτόχρονα νομικά μέτρα για να φροντίσουμε τον περιβάλλοντα χώρο γύρω από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα. Η Κύπρος έχει μια σχετικά καλή νομοθεσία για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, ειδικά ύστερα από τις αλλαγές των διατάξεων του βασικού «Περί Αρχαιοτήτων Νόμου» που ψηφίστηκαν λίγα χρόνια μετά την Ανεξαρτησία του νησιού. Στο μεταξύ όμως η Κύπρος έχει γίνει μέλος της Ουνέσκο και άλλων συναφών διεθνών αργανισμών, του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης. Θα είναι ενδιαφέρον να δούμε αν ο παρών Περί Αρχαιοτήτων Νόμος συνάδει αρμονικά με τις σχετικές νομοθεσίες των πιο πάνω οργανισμών.
Είναι αλήθεια, για παράδειγμα, πως μια νομοθεσία για την Ιταλία μπορεί να μην αναταποκρίνεται απόλυτα με τις ανάγκες της Κύπρου και τανάπαλιν. Κάθε μια χώρα έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες και ιδιοσυγκρασίες, αλλά μπορούμε να μαθαίνουμε από τις εμπειρίες των άλλων και αναμένουμε να ακούσουμε για τις εμπειρίες άλλων χωρών αναφορικά με τη νομοθεσία, ιδιαίτερα χωρών της Μεσογείου. Θα αναφέρω ένα παράδειγμα: στην Κύπρο έχουμε πολλές εκκλησίες και μερικά τεμένη που είναι κηρυγμένα «Αρχαία Μνημεία Β’ Πίνακα» από τον Νόμο Περί Αρχαιοτήτων. Αυτό σημαίνει πως τα μνημεία αυτά δεν είναι περιουσία του κράτους, όπως είναι οι αρχαιολογικοί χώροι της Παλαιπάφου και της Αμαθούντας, αλλά ανήκουν σε θρησκευτικούς  οργανισμούς. Η Εκκλησία της Κύπρου είναι ο ιδιοκτήτης όλων των χριστιανικών ναών που είναι κηρυγμένοι Αρχαία Μνημεία αλλά ταυτόχρονα οι εκκλησιαστικές αρχές οφείλουν να δέχονται όλους του κανονισμούς που επιβάλλονται από το Τμήμα Αρχαιοτήτων του κράτους αναφορικά με τη συντήρησή τους. Οι περισσότεροι απ΄αυτούς τους ναούς αποτελούν τόπους λατρείας και η λειτουργία τους (ωράρια κλπ) ανήκουν στη δικαιοδοσία των εκκλησιαστικών αρχών. Σε πολλές περιπτώσεις εικόνες και εκκλησιαστικά σκεύη που ανήκουν στις εκκλησίες είναι αρχαιότητες βάσει του Νόμου και χρησιμοποιούνται ως είδη λατρείας . Πρόσφατα μερικές πολύτιμες εικόνες και σκεύη κλάπησαν από μεμονωμένα ξωκκλήσια που δεν φυλάσσονται ικονοποιητικά και που είναι ανοικτά και προσιτά στους προσκυνητές. Το πρόβλημα δεν έχει εύκολη λύση αλλά θα θέλαμε να ακούσουμε τις εμπειρίες άλλων χωρών που έχουν να αντιμετωπίσουν παρόμοιες καταστάσεις.
Μέχρι ποιού σημείου μπορούμε να ανεχθούμε ένα αρχαίο μνημείο, για παράδειγμα ένα Κάστρο, να χρησιμοποιείται για πολιτιστικές εκδηλώσεις ή για ακόμη πιο πεζές χρήσεις, σαν εστιατόριο; Ποιά είναι τα κριτήρια που θα καθοδηγούν αυτούς που θα πάρουν τις αποφάσεις;
Υπάρχει βασική νομοθεσία όσον αφορά το ποιός έχει το δικαίωμα να ιδρύει Μουσεία, με περιεχόμενο αντικείμενα που είναι αρχαιότητες σύμφωνα με το Νόμο; Τέτοια αντικείμενα μπορεί να είναι είδη λαϊκής τέχνης, όπως για παράδειγμα ξυλόγλυπτα, φολκλορική αγγειοπλαστική κ.λ.π., που βλέπει κανείς στα εθνογραφικά μουσεία. Στην Κύπρο μερικά τέτοια μουσεία έχουν ιδρυθεί από πνευματικά ιδρύματα, δημαρχεία, αρχές κοινοτήτων και ιδιώτες. Αυτό βέβαια δημουργεί προβλήματα λειτουργίας και αποτελεσματικού ελέγχου τέτοιων μουσείων.
Υπάρχει μια σειρά προβλημάτων που σχετίζονται με αρχαιολογικές ανασκαφές: σε ποιόν πρέπει να εκδίδεται η άδεια ανασκαφής, σε άτομο που είναι μέλος ενός επιστημονικού οργανισμού κατά τη διάρκεια της ανασκαφής; Σε τέτοια περίπτωση ποιός έχει κατόπιν την ευθύνη της δημοσίευσης, το άτομο που εν τω μεταξύ έχει αφυπηρετήσει ή αποθάνει ή ο οργανισμός στον οποίον ανήκε; Θα πρέπει οι ξένες αρχαιολογικές αποστολές που ανασκάπτουν στις διάφορες χώρες της Μεσογείου να έχουν την οικονομική ευθύνη της συντήρησης και προβολής των αρχιτεκτονικών καταλοίπων που φέρουν στο φώς ή αυτό αποτελεί ευθύνη της ίδιας της φιλοξενούσας χώρας, συμπεριλαμβανομένης και της δαπάνης για την απαλλοτρίωση της γής στην οποία διεξάγονται οι ανασκαφές;
Η παράνομη εξαγωγή αρχαιοτήτων και η απαίτηση διαφόρων χωρών για επαναπατρισμό αντικειμένων-έργων τέχνης που ανήκουν στη δική τους πολιτιστική κληρονομιά συζητείται από χρόνια τώρα στην Ουνέσκο και άλλους διεθνείς οργανισμούς. Αυτά είναι προβλήματα που έχουν δημιουργήσει πικρίες ανάμεσα σε διάφορες χώρες και αντιπαλότητες που δεν έχουν ακόμη κατευνασθεί. Υπάρχει μια κοινή συνισταμένη ως προς το πως θα λυθούν αυτά τα προβλήματα ή πως τουλάχιστο θα μπορούσαν να κατευνασθούν τα πνεύματα;
Ο συνάδελφος μου δρ. Χαράλαμπος Μπακιρτζής και εγώ γνωρίζουμε πολύ καλά πως το συμπόσιό μας δεν θα μπορέσει να εξετάσει πλήρως ή να έχει σαφή γνώμη για όλα τα προβλήματα που ανάφερα πιο πάνω και για πολλά άλλα προβλήματα που θα αναφέρουν οι σύνεδροι κατά τη διάρκεια των εργασιών του συμποσίου ή σε ιδιωτικές συζητήσεις. Είναι όμως πάντα χρήσιμο να συζητούνται τέτοια προβλήματα με συναδέλφους από άλλες Μεσογειακές χώρες με πείρα στις ανασκαφές αλλά και στη διοίκηση. Κατά τη διάρκεια της εξηντάχρονης εμπλοκής μου, άμεσης ή έμμεσης, με τη νομοθεσία για τη διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της Κύπρου, μπορώ να σας πω με βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει θαυματουργός νομοθεσία, παρ΄όλον ότι είναι καθήκον μας να φροντίζουμε να υπάρχει μια σύγχρονη νομοθεσία. Η μοναδική συνταγή που θεωρώ ως πιο αποτελεσματική είναι μια που δεν χρειάζεται νομική πείρα: μορφώστε τον κόσμο για να φροντίζει για την πολιτιστική κληρονομιά. Αρχίστε να διδάσκετε τους νεαρούς μαθητές του σχολείου, τόσο στο σπίτι όσο και στο σχολείο, να αγαπούν την πολιτιστική κληρονομιά, πάρτε τους να επισκεφθούν αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία, κάνετε το μάθημα της ιστορίας ευχάριστο και ενδιαφέρον, δώστε εσείς πρώτοι το καλό παράδειγμα, συνεχίστε να μορφώνετε το κοινό μέσω των μέσων μαζικής επικοινωνίας και τότε θα έχετε διανύσει σημαντικό δρόμο στην επίτευξη αυτού που προσπαθείτε να πετύχετε με νομοθεσίες, εθνικές ή διεθνείς. ΄Ενα κατάλληλα διαμορφωμένο κοινό θα εξασκήσει πιέσεις σε κυβερνήσεις ακόμη και θα πείσει κυβερνήσεις ότι «υπάρχει μέλλον στο παρελθόν» και ότι η συντήρηση της πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς μπορεί συχνά να βοηθήσει στην οικονομική ανάπτυξη, που αποτελεί κατά κανόνα το μόνο επιχείρημα που λαμβάνουν σοβαρά υπ΄όψη οι διάφορες κυβερνήσεις.
Βάσος Καραγιώργης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου