Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2013

Η Εγκλείστρα και το Μοναστήρι του Αγίου Νεοφύτου



Η Εγκλείστρα και το μοναστήρι του Αγίου Νεοφύτου βρίσκονται κοντά στο χωριό Τάλα, 10 περίπου χιλιόμετρα βóρεια της Νέα Πάφου. Η Εγκλείστρα αποτελούσε αρχικά μία μικρή φυσική σπηλιά στην ανατολική πλευρά ενός λόφου. Μπροστά στο λόφο υπάρχει μία βαθιά χαράδρα, στο βάθος της οποίας ρέει ένας χείμαρρος.


Η Εγκλείστρα και το Μοναστήρι του Αγίου Νεοφύτου
Η Εγκλείστρα και το Μοναστήρι του Αγίου Νεοφύτου


Στην Εγκλείστρα έζησε και ασκήτεψε ο Άγιος Νεόφυτος, μία από τις σημαντικότερες μορφές της Εκκλησίας της Κύπρου. Σύμφωνα με την «Τυπική Διαθήκη» που συνέταξε ο ίδιος το 1214, εγκαταστάθηκε στο μικρό λαξευτό εκκλησάκι το 1159. Κατά την τοπική παράδοση, ο Άγιος αρχικά είχε λαξεύσει άλλη εγκλείστρα ανατολικά της Πάφου, κοντά στο χωριό Σουσκιού. Το λαξευτό αυτό σπήλαιο είναι γνωστό ως «Παλαιά Εγκλείστρα» και οι τοιχογραφίες του χρονολογούνται στο 15ο ή στις αρχές του 16ου αιώνα. Εκεί ενδέχεται να έζησε άλλος ασκητής.


Η Εγκλείστρα του Αγίου Νεοφύτου: Τοιχογραφίες
Η Εγκλείστρα και το Μοναστήρι του Αγίου Νεοφύτου


Ο Άγιος Νεόφυτος μετέτρεψε τη φυσική σπηλιά σε ασκητήριο με δύο χώρους. Ο πρώτος χώρος περιελάμβανε μία μικρή εκκλησία αφιερωμένη στον Τίμιο Σταυρό και ο δεύτερος το κελλί του Αγίου, μέσα στο οποίο λάξευσε και τον τάφο του. Το κελλί του επικοινωνούσε με το ιερό βήμα της εκκλησίας. Ο Άγιος απομονώθηκε στην Εγκλείστρα μέχρι το 1170, οπότε χειροτονήθηκε ιερέας από τον Επίσκοπο Πάφου Βασίλειο Κίνναμο και η φήμη του εξαπλώθηκε γρήγορα στο νησί. Πολλοί μοναχοί συγκεντρώθηκαν γύρω του και σχημάτισαν μοναστική κοινότητα, για την οποία ο Άγιος Νεόφυτος συνέταξε την «Τυπική Διαθήκη», ένα είδος κανονισμών για την λειτουργία του μοναστηριού. Η επιθυμία του Αγίου για ησυχία και απομόνωση, τον προέτρεψε να λαξεύσει άλλη Εγκλείστρα, πιο ψηλά στο βράχο, πάνω από το παλαιό παρεκκλήσι. Δίπλα στο νέο του κελλί λάξευσε μικρό παρεκκλήσι αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.

Από τα μοναστικά κτίσματα του πρώτου μοναστηριού σήμερα σώζονται η μικρή εκκλησία της Εγκλείστρας με το νάρθηκα και το σκευοφυλάκιο πάνω απ’ αυτήν, το κελλί του Αγίου με τον τάφο του και η τράπεζα. Πιο ψηλά στον λόφο, σώζεται το νεότερο κελλί του Αγίου και το παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. 


Η Εγκλείστρα του Αγίου Νεοφύτου χωρίζεται στο άνω και το κάτω τμήμα. Το κατώτερο τμήμα παρουσιάζει και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον λόγω του ότι είναι κατάγραφο. Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή στο κελλί του Αγίου, ο ζωγραφικός διάκοσμος της Παλαιάς Εγκλείστρας και του Ιερού Βήματος του ναού του Τιμίου Σταυρού, συμπληρώθηκε από τον ζωγράφο Θεόδωρο Αψευδή το 1183. Ο Άγιος Νεόφυτος εμφανίζεται δύο φορές στις τοιχογραφίες. Κάπου στις αρχές του 13ου αιώνα οι τοιχογραφίες του κυρίως ναού αντικαταστάθηκαν. Από τις τοιχογραφίες του Θεόδωρου Αψευδή ελάχιστα δείγματα έχουν διασωθεί. Η τεχνοτροπία του Αψευδή απαντάται την εποχή αυτή και σε άλλα μνημεία του Βαλκανικού χώρου και προέρχεται από την Κωνσταντινούπολη. Αντιθέτως, οι τοιχογραφίες του 13ου αιώνα, που αντικατέστησαν τις αρχικές του Θεόδωρου Αψευδή, παρουσιάζουν μία εντελώς διαφορετική τεχνοτροπία, που χαρακτηρίζεται από την σχεδόν υπερβολική σχηματική απόδοση των μορφών.






Η Μονή του Αγίου Νεοφύτου
Η Μονή του Αγίου Νεοφύτου



Το καθολικό της Μονής του Αγίου Νεοφύτου κτίστηκε πιθανότατα στις αρχές του 16ου αιώνα και ανήκει στον τύπο της καμαροσκέπαστης τρίκλιτης βασιλικής με τρούλο. Η αρχική εκκλησία ήταν κατάγραφη, μεγάλο μέρος των τοιχογραφιών όμως καταστράφηκαν κατά την περίοδο 1585-1611. 








Επαρχία Πάφου
Τηλέφωνο--
Ώρες λειτουργίας9.00-16.00 (χειμ.ωρ.), 9.00-13.00 και 14.00-18.00 (θερ.ωρ.)
Τιμή εισιτηρίουΔωρεάν

Πίσω


Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΣ Ο ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ



Εξέχουσα θέση στη χορεία των αγίων της Εκκλησίας µας έχει ο αναχωρητής Άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος. Μια μορφή που αγιάζει την Πάφο και τους προσκυνητές του ασκητηρίου του, που το επισκέπτονται από όλη την Κύπρο.
Ο Άγιος Νεόφυτος γεννήθηκε το 1134 στα Λεύκαρα. Σε ηλικία 18 ετών εγκατέλειψε τους γονείς του και το γάμο που του ετοίμαζαν και αναχώρησε για τη Μονή του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στους  πρόποδες του Πενταδάκτυλου, µε σκοπό να γίνει μοναχός γιατί έβλεπε το μάταιο του κόσμου τούτου, όπως ο ίδιος αφηγείται.
Στη Μονή του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, έμαθε τα πρώτα γράµµατα, γιατί όταν πήγε εκεί ήταν εντελώς αναλφάβητος, και αποστήθισε ολόκληρο το Ιερό Ψαλτήριο.
Στο Μοναστήρι του ανέθεσαν το διακόνηµα του εκκλησιάρχη και έτσι ερχόταν σε επαφή µε πολύ κόσμο, πράγμα που το δυσαρεστούσε. Έτσι μετά από επτά χρόνια παραμονής του εκεί, αποφάσισε να φύγει για πιο ήσυχο τόπο. Διάλεξε τους Αγίους Τόπους, τους οποίους και επισκέφθηκε, προσκύνησε τον Παν άγιο Τάφο και µη βρίσκοντας κατάλληλο τόπο για άσκηση, επέστρεψε στην Κύπρο, µε σκοπό να πάει στο όρος Λάτρους στη Μικρά Ασία.
Στο λιμάνι της Πάφου οι τότε κρατικοί υπάλληλοι τον ταλαιπώρησαν γι' αυτό και άλλαξε γνώμη και αποφάσισε να μείνει στην Κύπρο. Επισκέφθηκε τον Μελισσόβουνο που βρίσκεται βορειοδυτικά της πόλης της Πάφου, βρήκε ένα μικρό σπήλαιο και έμεινε εκεί τέσσερις μήνες, για να βεβαιωθεί ότι ο τόπος είναι ήσυχος. Αφού βεβαιώθηκε για το απόμερο του τόπου, εγκαταστάθηκε οριστικά στο σπήλαιο το οποίο ονόμασε Εγκλείστρα και το αφιέρωσε στον Τίμιο Σταυρό. Αργότερα μεγάλωσε την Εγκλείστρα και τη χώρισε σε Ναό, Τράπεζα και άλλα βοηθητικά μέρη και τα αγιογράφησε.
Η φήμη της αγιότητας του Νεοφύτου έφθασε σε όλα τα μέρη της Κύπρου και η Εγκλείστρα έγινε προσκύνημα για πολλούς πιστούς. Ο άγιος ποτέ δεν έφυγε από την Εγκλείστρα του, μάλιστα όταν οι επισκέπτες άρχισαν να πληθαίνουν, ανέβηκε πιο ψηλά σε άλλο σπήλαιο και συμβούλευε από εκεί. Παρά το γεγονός όμως ότι δεν έφυγε ποτέ από το ασκητήριό του, είχε πλήρη εικόνα των γεγονότων της εποχής του, τα οποία και κατέγραψε. Οι πληροφορίες του είναι και ακριβείς και σημαντικές για τα γεγονότα της εποχής εκείνης και τον καθιστούν ένα από τους σημαντικότερους ιστορικούς των χρόνων του. Ανάμεσα σ' άλλα µας πληροφορεί για την πτώση της Ιερουσαλήμµ από το στρατό του Σαλαδίνου το 1187, θρηνεί για την πτώση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204, ζει και υποφέρει από τα δεινά που έπληξαν την Κύπρο µε τον αποστάτη τύραννο Ισαάκιο Κοµνηνό και την παράδοση της Κύπρου στο Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο, το 119-1, την πώληση της μετά από λίγο στους Ναίτες και τους Λουζινιανούς και την αρχή της Φραγκοκρατίας στην Κύπρο.
Πραγματικός αναχωρητής και ασκητής, πρότυπο για όλους τους μοναχούς ο Άγιος Νεόφυτος έζησε για 60 ολόκληρα χρόνια στο ασκητήριό του, συνέγραψε πάρα πολλά έργα, ερμηνευτικά στην Αγία Γραφή, τυπικές διατάξεις για τη σωστή λειτουργία των Μονών, ιστορικά, λόγους για διάφορες µνήµες Αγίων στις οποίες διασώζει και βιογραφικά πολλών γνωστών και αγνώστων Αγίων της Κύπρου, ακολουθίες για µνήµες Αγίων και άλλα πολλά.
Ο Άγιος άφησε την πρόσκαιρη ζωή' και αναχώρησε για την αιωνιότητα σε μεγάλη ηλικία, στις 12 Απριλίου 1219. Πριν την κοίμηση του οργάνωσε την Εγκλείστρα και θεμελίωσε το Ναό που υπάρχει μέχρι σήμερα στη Μονή και είναι αφιερωμένος στην Κοίµηση της Παναγίας.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1750 βρέθηκε ο τάφος του Αγίου που είχε ξεχασθεί µε την πάροδο του χρόνου και έγινε ανακομιδή των λειψάνων του. Αυτή τη µέρα, στις 28 Σεπτεμβρίου δηλαδή, γίνεται και μεγάλη πανήγυρις στη Μονή του που είναι σήμερα µια από τις τεσσερις Σταυροπηγιακές Μονές της Κύπρου. Μεγάλη συγκέντρωση προς τιμή του Αγίου Νεοφύτου γίνεται και στις 24 Ιανουαρίου κάθε χρόνο, σε ανάμνηση της θαυμαστής διάσωσής του το 1198, όταν έπεσε από τον κρημνό ενώ λάξευε την «Ανωτέραν Εγκλείστραν». Μάλιστα την ημέρα αυτή τη γιόρταζε ο ίδιος ο Άγιος που έγραψε και σχετική ακολουθία προς τούτο.
Η Μονή του Αγίου Νεοφύτου πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στον Κυπριακό Ελληνισμό. Στα δύσκολα χρόνια της ξένης κατοχής στήριξε και εμψύχωσε τον Παφιακό λαό. Μεγάλη ήταν και η συνεισφορά της στον απελευθερωτικό µας αγώνα. Πέρα από την ενεργό συµµετοχή των πατέρων στον αγώνα, η Μονή φιλοξένησε και προστάτεψε πολλούς αγωνιστές και τροφοδοτούσε µε τα απαραίτητα τις ομάδες των αγωνιστών που δρούσαν στη γύρω περιοχή.
Από τη Μονή του Αγίου Νεοφύτου προέρχεται και ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστοµος ο Β', που υπηρέτησε εκεί ως δόκιμος (1953 - 63), ως διάκονος (1963 - 72) και ως ηγούμενος (1972 - 78).
Για την Κύπρο ο Άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της Ελληνικής και χριστιανικής ταυτότητάς της. Είναι ένας κρίκος που συνδέει τους μεταγενέστερους µε την ένδοξη Ελληνική Βυζαντινή αυτοκρατορία µας και διαλαλεί πως η δική µας παρουσία στα αγιασμένα χώματα της Κύπρου είναι µια αδιάκοπη συνέχεια των Ελλήνων και Ορθόδοξων προγόνων µας.
 
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ 
Ήχος α΄.Της ερήµου πολίτης.
Των Λευκάρων το κλέος και Κυπρίων το καύχηµα, µονής Εγκλείστρας πολιούχε, θεοφόρε πατήρ ηµών Νεόφυτε. Νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, και έγκλειστος εν άντρω καρτερών, θείαν χάριν εκοµίσω, ην πιστοίς, νυν παρέχει θήκη λειψάνων σου. Δόξα τω ταύτην βραβεύσαντι ηµίν, δόξα τω σε δοξάσαντι, δόξα τω χορηγούντι διά σου πάσιν ιάµατα.
 

The Orthodox Church of Cyprus


The church of Cyprus traces its origins back to apostolic times, the island having been evangelized by Sts. Paul and Barnabas according to the Book of Acts (13:4-13). Because the island was administered as part of the civil province of the East, whose capital was Antioch, the Patriarchs of Antioch for a time claimed jurisdiction over the Cypriot church and the right to appoint its Archbishop. But the Council of Ephesus in 431 recognized the church’s independence and directed that the Archbishops of Cyprus should be elected by the synod of Cypriot bishops.
From the mid-7th century to the mid-10th century, there were frequent Arab attacks against Cyprus that often wrought widespread devastation. Because of this Arab threat, Byzantine Emperor Justinian II evacuated the Christian population of the island from 688 to 695 and settled many of them in a new city on the Dardanelles called Nea Justiniana. The Archbishop of Cyprus took up residence there and was given the additional title of Archbishop of Nea Justiniana, an honor that he retains to this day. The decisive victory of Byzantine Emperor Nicephorus II Phocas (963-969) over the Arabs inaugurated a period of peace during which churches and monasteries were rebuilt and the church flourished. In the 11th and 12th centuries, however, there was growing resentment against the oppressive rule of successive Byzantine governors who often used Cyprus as a basis for rebellion against the Emperors in Constantinople.
In 1191 the island was conquered by King Richard the Lionhearted of England, who had come to the area on a crusade. A few months later, Richard sold the island to the Knights Templar, who then sold it in 1192 to the Frenchman Guy de Lusignan, the exiled King of the Crusader state of Jerusalem. He established a western feudal society in Cyprus and a dynasty that would last nearly 300 years. A Latin hierarchy was soon erected, to the detriment of the Orthodox. By 1260 the Orthodox monasteries had been made subject to the Latin bishops, the number of Orthodox bishops on the island had been reduced from 15 to four, and all of them had been placed under the authority of the new Latin Archbishop of Cyprus. Several western monastic orders founded houses on the island, often benefiting from the confiscation of Orthodox ecclesiastical property. This situation changed little with the conquest of Cyprus by Venice in 1489.
In 1571 the island fell to the Ottoman Turks. The Turks ended the feudal social system, banished the Latin hierarchy, and recognized the Orthodox. Although the Orthodox were allowed to resume electing their own Archbishop, they retained only the four dioceses the Latins had allowed them. As was true elsewhere in the Ottoman Empire, the Orthodox bishops became civil as well as spiritual leaders of their own Greek people. Thus when the Greek revolution broke out in 1821, the bishops were considered sympathetic to the Greek cause. In the same year, all the bishops and many other prominent churchmen were summoned to the governor’s palace and murdered by the guards. Later a new hierarchy was sent to the island by the Patriarchate of Antioch. These bishops were able to improve the situation of the Greek community somewhat, but it still suffered under very heavy taxation.

Church of Saint Lazarus, Larnaca, Cyprus.

The Church of Saint Lazarus is named for New Testament figure Lazarus of Bethany, the subject of a miracle recounted in the Gospel of John,in which Jesus raises him from the dead. According to Orthodox tradition, sometime after the Resurrection of Christ, Lazarus was forced to flee Judea because of rumoured plots on his life and came to Cyprus. There he was appointed by Paul and Barnabas as the first Bishop of Kittim (present-day Larnaca). He is said to have lived for thirty more years and on his death was buried there for the second and last time. The Church of Ayios Lazaros was built over the reputed (second) tomb of Lazarus. Tradition says that the place of Lazarus' tomb was lost during the period of Arab rule beginning in 649. In 890, a tomb was found in Larnaca bearing the inscription "Lazarus the friend of Christ". Emperor Leo VI of Byzantium had Lazarus' remains transferred to Constantinople in 898. The transfer was apostrophized by Arethas, Bishop of Caesarea, and is commemorated by the Orthodox Church each year on October 17. In recompense to Larnaca, Emperor Leo had the Church of St. Lazarus erected over Lazarus' tomb in the late 9th to early 10th centuries. It is one of three Byzantine churches, which have survived in Cyprus; the other two are the Church of the Apostle Barnabas near Salamis, and the church that was built in the walkway leading from the Epiphanios to the font. The relics were later stolen from Constantinople during the Fourth Crusade in 1204 and transferred to France as part of the spoils of war.

Ο Ιερός Ναός Παναγίας Φανερωμένης Λευκωσίας στη Νεότερη Ιστορία της Κύπρου

Πρόσκληση - Πρόγραμμα Το Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου, το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Κύπρου και η Εκκλησιαστική Επιτροπή Ιερού Ναού Παναγίας Φανερωμένης Λευκωσίας διοργανώνουν το Σάββατο, 1 Δεκεμβρίου 2012 συνέδριο με θέμα «Ο Ιερός Ναός Παναγίας Φανερωμένης στη νεότερη ιστορία της Κύπρου». Το συνέδριο θα λάβει χώρα στο κτήριο του Πολιτιστικού Ιδρύματος Τραπέζης Κύπρου στη Φανερωμένη, στην παλιά πόλη της Λευκωσίας. Οι δώδεκα εισηγητές θα παρουσιάσουν πρωτότυπα θέματα, τα οποία καλύπτουν τη νεότερη ιστορία, την τέχνη και την προσφορά του Ιερού Ναού Παναγίας Φανερωμένης, όχι μόνο στην πόλη της Λευκωσίας, αλλά και στην Κύπρο γενικότερα. Οι Σύνεδροι θα έχουν την ευκαιρία να επισκεφθούν και την έκθεση «Η Κυρά της Λευκωσίας. Η Φανερωμένη και τα κειμήλιά της», η οποία κλείνει τις πύλες της στις 31 Δεκεμβρίου 2012. Η έκθεση τεκμηριώνεται με ομότιτλο επιστημονικό κατάλογο στην ελληνική και αγγλική γλώσσα. Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου, Λευκωσία, 7 Νοεμβρίου 2012. CONFERENCE ENTITLED “THE CHURCH OF OUR LADY PHANEROMENI, NICOSIA, IN THE RECENT HISTORY OF CYPRUS” The Bank of Cyprus Cultural Foundation, the Department of History and Archaeology of the University of Cyprus and the Ecclesiastical Board of Panagia Phaneromeni Church, Nicosia, co-organize on Saturday 1 December 2012 a conference entitled “The Church of Our Lady Phaneromeni in the recent history of Cyprus”. The conference will take place in the premises of the Bank of Cyprus Cultural Foundation, in Phaneromeni, the old city of Nicosia. The twelve speakers will present original topics which span the history, art and contribution of the Church of Our Lady Phaneromeni in modern years, not just to the city of Nicosia but to the whole of Cyprus. Attendees at the conference will also have the opportunity to visit the exhibition “Our Lady of Lefkosia. The Church of Phaneromeni and its relics” which will close its gates on 31 December 2012. The exhibition is documented by means of a homonymous scientific catalogue in Greek and English. Nicosia, 7 November 2012

Για μιά καλύτερη προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς









Συνήθειες και μέθοδοι στην αρχαιολογία έχουν αλλάξει σημαντικά κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, σαν επακόλουθο των μεγάλων αλλαγών στις κοινωνικές και πολιτικές μας πεποιθήσεις καθώς και στο σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν οι νέες τεχνολογίες στην επιστήμη και την έρευνα. Η αρχαιολογία δεν είναι πια η ευχάριστη ενασχόληση των ρομαντικών και των ιστορικών της τέχνης. Με τη βοήθεια άλλων κλάδων της επιστήμης μπορούμε σήμερα να κάνουμε σημαντικές προόδους για την προώθηση της γνώσης για όλες τις φάσεις της ζωής του παρελθόντος, ακόμα και του πιο μακρυνού, και να ανακαλύψουμε τεκμήρια αυτού του παρελθόντος, κινητά και σταθερά, που είμαστε σε θέση να συντηρήσουμε ή να αναπλάσουμε μερικώς, τόσο χάριν της μελέτης των ειδικών επιστημόνων αλλά και για το ευρύ κοινό. Η αρχαιολογία έχει κερδίσει σημαντικό σεβασμό σαν ένας κλάδος έρευνας (μερικοί θάλεγαν και επιστήμης), κι’ αυτό δημιουργεί ευθύνες για μας τους αρχαιολόγους που εργαζόμαστε στις ανασκαφές για να παράξουμε τροφή γι΄αυτούς που εργάζονται στις βιβλιοθήκες.
Ακριβώς πριν δεκατρία χρόνια, το Νοέμβριο του 1999, το ΄Ιδρυμα Α. Γ. Λεβέντη, σε συνεργασία με το Τμήμα Αρχαιοτήτων οργάνωσαν ένα διεθνές συμπόσιο για «Το πρόβλημα των αδημοσίευτων ανασκαφών». Τα Πρακτικά του συμποσίου δημοσιεύθηκαν το 2000. Σκοπός του συμποσίου ήτο να προβληματίσει τους αρχαιολόγους για τη σημασία και την αναγκαιότητα της έγκαιρης δημοσίευσης των ανασκαφών τους, υπογραμμίζοντας το αξίωμα ότι μια αδημοσίευτη ανασκαφή αποτελεί μια αρνητική συμβολή στην επιστήμη. Ελπίζω οι παραινέσεις εκείνου του
______________
*Προσφώνηση από τον Βάσο Καραγιώργη στο Διεθνές Συμπόσιο που οργανώθηκε από το ΄Ιδρυμα «Αναστάσιος Γ. Λεβέντης» στο οίκημά του στη Λευκωσία στις 3 Νοεμβρίου 2012.                                                                  

συμποσίου να ενθάρρυναν μερικούς διοικητικούς λειτουργούς να πάρουν μέτρα και να ψηφίσουν σχετική νομοθεσία, και τους αρχαιολόγους να αναλογιστούν ξανά τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις τους απέναντι στους συναδέλφους τους και στο ευρύ κοινό. Ας μου επιτραπεί να αναφέρω την ηθική συμπαράσταση του διαπρεπούς συναδέλφου καθηγητή Amihai Mazar, που έγραψε το 1996: “Πρέπει να ψηφισθεί ένας αυστηρός νόμος που να εμποδίζει τους αρχαιολόγους να ανασκάπτουν συνεχώς, χωρίς να έχουν επιδείξει καμμιά πρόοδο στη δημοσίευση παλαιότερων ανασκαφών τους. Η ισχύς του νόμου πρέπει να είναι καθολική, χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε διάκριση ανάμεσα σε νέους και παλαιούς αρχαιολόγους. Ο νόμος αυτός πρέπει να προνοεί την κατάσχεση αδημοσίευτου υλικού και την παράδοσή του σε άλλους αρχαιολόγους μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου».
Το πρόβλημα των αδημοσίευτων  ανασκαφών είναι ένα από τα πολλά προβλήματα που σχετίζονται με την αρχαιολογία. Παρ΄όλον ότι υπάρχει νομοθεσία σ΄όλες τις Μεσογειακές χώρες που διέπει την πολιτιστική κληρονομιά, η νομοθεσία αυτή είναι συχνά  φορές αναχρονιστική και πολλές φορές ανάγεται σε αποικιοκρατικές περιόδους .΄Οπως τονίσαμε στην αρχή της ομιλίας μας οι τάσεις έχουν τώρα αλλάξει  και επιβάλλεται επιτακτικά η ψήφιση νέων νόμων προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, στην οποίαν έχει τώρα προστεθεί και μια άλλη διάσταση, η φυσική κληρονομιά. Και οι δυό έχουν τη δική τους σημασία και πολλές φορές σε συνειρμό η μιά με την άλλη. Είναι απαράδεκτο, για παράδειγμα, να ψηφίζουμε νομοθεσία για την προστασία των ανασκαφέντων αρχιτεκτονικών ερειπίων της Αμαθούντας στην Κύπρο, αν δεν πάρουμε ταυτόχρονα νομικά μέτρα για να φροντίσουμε τον περιβάλλοντα χώρο γύρω από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα. Η Κύπρος έχει μια σχετικά καλή νομοθεσία για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, ειδικά ύστερα από τις αλλαγές των διατάξεων του βασικού «Περί Αρχαιοτήτων Νόμου» που ψηφίστηκαν λίγα χρόνια μετά την Ανεξαρτησία του νησιού. Στο μεταξύ όμως η Κύπρος έχει γίνει μέλος της Ουνέσκο και άλλων συναφών διεθνών αργανισμών, του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης. Θα είναι ενδιαφέρον να δούμε αν ο παρών Περί Αρχαιοτήτων Νόμος συνάδει αρμονικά με τις σχετικές νομοθεσίες των πιο πάνω οργανισμών.
Είναι αλήθεια, για παράδειγμα, πως μια νομοθεσία για την Ιταλία μπορεί να μην αναταποκρίνεται απόλυτα με τις ανάγκες της Κύπρου και τανάπαλιν. Κάθε μια χώρα έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες και ιδιοσυγκρασίες, αλλά μπορούμε να μαθαίνουμε από τις εμπειρίες των άλλων και αναμένουμε να ακούσουμε για τις εμπειρίες άλλων χωρών αναφορικά με τη νομοθεσία, ιδιαίτερα χωρών της Μεσογείου. Θα αναφέρω ένα παράδειγμα: στην Κύπρο έχουμε πολλές εκκλησίες και μερικά τεμένη που είναι κηρυγμένα «Αρχαία Μνημεία Β’ Πίνακα» από τον Νόμο Περί Αρχαιοτήτων. Αυτό σημαίνει πως τα μνημεία αυτά δεν είναι περιουσία του κράτους, όπως είναι οι αρχαιολογικοί χώροι της Παλαιπάφου και της Αμαθούντας, αλλά ανήκουν σε θρησκευτικούς  οργανισμούς. Η Εκκλησία της Κύπρου είναι ο ιδιοκτήτης όλων των χριστιανικών ναών που είναι κηρυγμένοι Αρχαία Μνημεία αλλά ταυτόχρονα οι εκκλησιαστικές αρχές οφείλουν να δέχονται όλους του κανονισμούς που επιβάλλονται από το Τμήμα Αρχαιοτήτων του κράτους αναφορικά με τη συντήρησή τους. Οι περισσότεροι απ΄αυτούς τους ναούς αποτελούν τόπους λατρείας και η λειτουργία τους (ωράρια κλπ) ανήκουν στη δικαιοδοσία των εκκλησιαστικών αρχών. Σε πολλές περιπτώσεις εικόνες και εκκλησιαστικά σκεύη που ανήκουν στις εκκλησίες είναι αρχαιότητες βάσει του Νόμου και χρησιμοποιούνται ως είδη λατρείας . Πρόσφατα μερικές πολύτιμες εικόνες και σκεύη κλάπησαν από μεμονωμένα ξωκκλήσια που δεν φυλάσσονται ικονοποιητικά και που είναι ανοικτά και προσιτά στους προσκυνητές. Το πρόβλημα δεν έχει εύκολη λύση αλλά θα θέλαμε να ακούσουμε τις εμπειρίες άλλων χωρών που έχουν να αντιμετωπίσουν παρόμοιες καταστάσεις.
Μέχρι ποιού σημείου μπορούμε να ανεχθούμε ένα αρχαίο μνημείο, για παράδειγμα ένα Κάστρο, να χρησιμοποιείται για πολιτιστικές εκδηλώσεις ή για ακόμη πιο πεζές χρήσεις, σαν εστιατόριο; Ποιά είναι τα κριτήρια που θα καθοδηγούν αυτούς που θα πάρουν τις αποφάσεις;
Υπάρχει βασική νομοθεσία όσον αφορά το ποιός έχει το δικαίωμα να ιδρύει Μουσεία, με περιεχόμενο αντικείμενα που είναι αρχαιότητες σύμφωνα με το Νόμο; Τέτοια αντικείμενα μπορεί να είναι είδη λαϊκής τέχνης, όπως για παράδειγμα ξυλόγλυπτα, φολκλορική αγγειοπλαστική κ.λ.π., που βλέπει κανείς στα εθνογραφικά μουσεία. Στην Κύπρο μερικά τέτοια μουσεία έχουν ιδρυθεί από πνευματικά ιδρύματα, δημαρχεία, αρχές κοινοτήτων και ιδιώτες. Αυτό βέβαια δημουργεί προβλήματα λειτουργίας και αποτελεσματικού ελέγχου τέτοιων μουσείων.
Υπάρχει μια σειρά προβλημάτων που σχετίζονται με αρχαιολογικές ανασκαφές: σε ποιόν πρέπει να εκδίδεται η άδεια ανασκαφής, σε άτομο που είναι μέλος ενός επιστημονικού οργανισμού κατά τη διάρκεια της ανασκαφής; Σε τέτοια περίπτωση ποιός έχει κατόπιν την ευθύνη της δημοσίευσης, το άτομο που εν τω μεταξύ έχει αφυπηρετήσει ή αποθάνει ή ο οργανισμός στον οποίον ανήκε; Θα πρέπει οι ξένες αρχαιολογικές αποστολές που ανασκάπτουν στις διάφορες χώρες της Μεσογείου να έχουν την οικονομική ευθύνη της συντήρησης και προβολής των αρχιτεκτονικών καταλοίπων που φέρουν στο φώς ή αυτό αποτελεί ευθύνη της ίδιας της φιλοξενούσας χώρας, συμπεριλαμβανομένης και της δαπάνης για την απαλλοτρίωση της γής στην οποία διεξάγονται οι ανασκαφές;
Η παράνομη εξαγωγή αρχαιοτήτων και η απαίτηση διαφόρων χωρών για επαναπατρισμό αντικειμένων-έργων τέχνης που ανήκουν στη δική τους πολιτιστική κληρονομιά συζητείται από χρόνια τώρα στην Ουνέσκο και άλλους διεθνείς οργανισμούς. Αυτά είναι προβλήματα που έχουν δημιουργήσει πικρίες ανάμεσα σε διάφορες χώρες και αντιπαλότητες που δεν έχουν ακόμη κατευνασθεί. Υπάρχει μια κοινή συνισταμένη ως προς το πως θα λυθούν αυτά τα προβλήματα ή πως τουλάχιστο θα μπορούσαν να κατευνασθούν τα πνεύματα;
Ο συνάδελφος μου δρ. Χαράλαμπος Μπακιρτζής και εγώ γνωρίζουμε πολύ καλά πως το συμπόσιό μας δεν θα μπορέσει να εξετάσει πλήρως ή να έχει σαφή γνώμη για όλα τα προβλήματα που ανάφερα πιο πάνω και για πολλά άλλα προβλήματα που θα αναφέρουν οι σύνεδροι κατά τη διάρκεια των εργασιών του συμποσίου ή σε ιδιωτικές συζητήσεις. Είναι όμως πάντα χρήσιμο να συζητούνται τέτοια προβλήματα με συναδέλφους από άλλες Μεσογειακές χώρες με πείρα στις ανασκαφές αλλά και στη διοίκηση. Κατά τη διάρκεια της εξηντάχρονης εμπλοκής μου, άμεσης ή έμμεσης, με τη νομοθεσία για τη διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της Κύπρου, μπορώ να σας πω με βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει θαυματουργός νομοθεσία, παρ΄όλον ότι είναι καθήκον μας να φροντίζουμε να υπάρχει μια σύγχρονη νομοθεσία. Η μοναδική συνταγή που θεωρώ ως πιο αποτελεσματική είναι μια που δεν χρειάζεται νομική πείρα: μορφώστε τον κόσμο για να φροντίζει για την πολιτιστική κληρονομιά. Αρχίστε να διδάσκετε τους νεαρούς μαθητές του σχολείου, τόσο στο σπίτι όσο και στο σχολείο, να αγαπούν την πολιτιστική κληρονομιά, πάρτε τους να επισκεφθούν αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία, κάνετε το μάθημα της ιστορίας ευχάριστο και ενδιαφέρον, δώστε εσείς πρώτοι το καλό παράδειγμα, συνεχίστε να μορφώνετε το κοινό μέσω των μέσων μαζικής επικοινωνίας και τότε θα έχετε διανύσει σημαντικό δρόμο στην επίτευξη αυτού που προσπαθείτε να πετύχετε με νομοθεσίες, εθνικές ή διεθνείς. ΄Ενα κατάλληλα διαμορφωμένο κοινό θα εξασκήσει πιέσεις σε κυβερνήσεις ακόμη και θα πείσει κυβερνήσεις ότι «υπάρχει μέλλον στο παρελθόν» και ότι η συντήρηση της πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς μπορεί συχνά να βοηθήσει στην οικονομική ανάπτυξη, που αποτελεί κατά κανόνα το μόνο επιχείρημα που λαμβάνουν σοβαρά υπ΄όψη οι διάφορες κυβερνήσεις.
Βάσος Καραγιώργης