Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2013

Θυρανοίξια παρεκκλησίου από τον Ταμασού Ησαΐα (ΦΩΤΟ)


Thiranyxia5
Γράφει ο Λουκάς Παναγιώτου | Romfea.gr
Σε πανηγυρική ατμόσφαιρα τελέστηκαν, το περασμένο Σάββατο, τα Θυρανοίξια του ιερού παρεκκλησίου, του τιμωμένου επ’ ονόματι του εν αγίοις πατρός ημών Βασιλείου Αρχιεπισκόπου Καισαρείας της Καππαδοκίας, Ουρανοφάντορος του Μεγάλου, στην κοινότητα Αγίου Επιφανίου, από τον επιχώριο Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐα.
Το παρεκκλήσιο αυτό είναι κτισμένο σε ιδιωτική γη και αποτελεί ένα πραγματικό κόσμημα για την κοινότητα και την ευρύτερη περιοχή. Κτήτορες του είναι το ζεύγος Βασιλείου και Ηλιάνας Τάνου.
Σε εισαγωγική ομιλία του ο Μητροπολίτης Ταμασού εξήρε τη σημασία του γεγονότος των Θυρανοιξίων του νέου παρεκκλησίου για τη ζωή της κοινότητας, υπογραμμίζοντας ότι ο ναός είναι ένα «πνευματικό φρούριο» και ως τέτοιο «καταλαμβάνει ένα ιδιαίτερο χώρο στην πνευματική μας ζωή και γενικότερα στον βίο μας». 
Ο Πανιερώτατος ευχήθηκε, επίσης, «αυτό το οχυρό της Ορθοδοξίας, που θα εγκαινιάσουμε σήμερα με τα Θυρανοίξια, πράγματι να αποβεί κατάλληλος χώρος και έπαλξης για τον πνευματικό αγώνα του καθ’ ενός. Να γίνει καθαρτήριο ψυχών, ενισχυτήριο πνευματικό κάθε καλού λογισμού και εδώ οι άνθρωποι να βρίσκουν παραμυθία, αισιοδοξία και πράγματι να αποκτούν την αιώνιο ελπίδα για την σωτηρία της ψυχής τους».
«Συγχαρητήρια στους κτήτορες, καλή δύναμη στους πνευματικούς διακόνους της περιοχής που θα το χρησιμοποιούν επ’ αγαθώ της Εκκλησίας και εύχομαι η ευλογία αυτού του παρεκκλησίου να διαχέεται όχι μόνο εδώ, στον περιβάλλοντα χώρο, αλλά και σ’ όλη την Μητροπολιτική περιφέρεια», πρόσθεσε.
Τέλος, ο Ταμασού Ησαΐας, ευχήθηκε «καλή δύναμη σε όλους και παρακαλώ με ιδιαίτερη προσοχή και κατάνυξη να προσευχηθούμε τα ελέη του Θεού πλουσιοπάροχα να καλύψουν και την ύλη αλλά και τους ανθρώπους που βρίσκονται σήμερα εδώ».
Τελέσθηκε, στην συνέχεια, από τον Μητροπολίτη Ταμασού, η ακολουθία του Μικρού Αγιασμού, με εμβόλιμα στοιχεία από την ακολουθία των Εγκαινίων και ακολούθησαν τα Θυρανοίξια με το γνωστό «Άρατε πύλας». Αφού άνοιξαν οι θύρες του ναού, ο Πανιερώτατος, εισήλθε στο ιερό παρεκκλήσιο, ραντίζοντας το με αγιασμό, ακολουθούμενος από τους παριστάμενους κληρικούς, τους φανερά συγκινημένους κτήτορες και τον ευσεβή λαό, που με ευλάβεια μετείχε στην σεμνή τελετή.
Ο Μητροπολίτης Ταμασού, αμέσως μετά την απόλυση και το «Δι’ ευχών»  συνεχάρη το ζεύγος Τάνου για την πρωτοβουλία και την επιμέλεια της ανοικοδόμησης του παρεκκλησίου τονίζοντας ότι αυτό αποτελεί «ακόμα μία πνευματική προέκταση της ενορίας του αγίου Επιφανίου, η οποία έχει τους δικούς της φύλακες αγγέλους, οι οποίοι φρόντισαν και μερίμνησαν και προνόησαν για την δημιουργία και τον ευπρεπισμό του. Πρέπει να πω ότι είναι από τα πιο περικαλλή μικρά κτίσματα ναών που έχει η μητροπολιτική μας περιφέρεια».
«Φαίνεται ότι εδώ υπάρχει μεράκι πνευματικό, καλλιτεχνίας, αλλά και σωστής καθοδήγησης», επεσήμανε ο Πανιερώτατος για να συνεχίσει λέγοντας ότι «πιστεύω ότι ο ιερέας της ενορίας θα ενισχυθεί στο πνευματικό του έργο και θα μεριμνεί πάντοτε να τελούνται ιερές ακολουθίες, ούτως ώστε να μεταδίδεται ο αγιασμός στους πιστούς και σ’ όσους θέλουν να προτρέξουν και να κατατρέξουν προς αυτό».
«Να ευχηθώ και πάλιν όπως εδώ διατηρείται η σωστή τάξις των ακολουθιών και του επισκεπτηρίου, διότι ο ναός ευρίσκεται εντός μιας ιδιωτικής περιουσίας και πρέπει να το έχουμε και αυτό υπ’ όψιν μας, όμως δεν παύει να είναι ένας λατρευτικός χώρος, κομμάτι της πνευματικής παράδοσης της περιφέρειας και εγώ είμαι ιδιαίτερα ικανοποιημένος που άνθρωποι ευλαβείς και χριστιανοί ορθόδοξοι αναλαμβάνουν τέτοια έργα και τα προσφέρουν φιλανθρώπως προς όλους μας».
Ο Ταμασού Ησαΐας κατέληξε ευχόμενος «καλή δύναμη, συγχαρητήρια στους κτήτορες και ο Θεός πάντοτε να προσφέρει πλούσια τα ελέη του στους προσκυνούντας στον ιερό ναό τούτο».
Λαμβάνοντας τον λόγο ο δρ. Βασίλης Τάνος, αφού ευχαρίστησε τον Μητροπολίτη Ταμασού, υπογράμμισε ότι το εκκλησάκι αυτό είναι εμπνευσμένο και είναι αφιερωμένο εις μνήμην δύο ανθρώπων πολύ ευλαβών, που δυστυχώς είναι και οι δύο μακαριστοί. Στην γιαγιά μας την Βασιλού και στον γιό της τον Χριστάκη τον Τάνο, οι οποίοι διετέλεσαν ένα βίο πολύ κοντά στον Θεό και οι δύο, πιθανόν ο πατέρας μου να εμπνεύστηκε από την μάνα του και ήταν και η δική τους νομίζω ευχή να δημιουργηθεί αυτός ο ναός εδώ στον χώρο όπου μεγάλωσαν, όπου δημιούργησαν, όπου φρόντισαν τις οικογένειες τους».
«Επίσης θα ήθελα να τονίσω ότι ο ναός αυτός είναι ελεύθερος για τον καθένα όποτε θέλει και όποιος θέλει να έρχεται να προσεύχεται εδώ και θα είναι ιδιαίτερη η τιμή και η χαρά μας γιατί αυτός είναι και ο σκοπός του να είναι ένα αποκούμπι ελπίδας, ακόμη ένα, μέσα σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές που ζούμε», πρόσθεσε.
Τέλος ο κ. Τάνος εξέφρασε και πάλι τις ευχαριστίες του προς τον Πανιερώτατο για την αποδοχή της προσπάθειας αυτής και συνέχισε λέγοντας: «θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τον π. Παρασκευά που από την πρώτη σκέψη με ενθάρρυνε και μας έδωσε τις καθοδηγητικές γραμμές για πως θα πρέπει να γίνει ένας σωστός ναός και τον ευχαριστώ ιδιαίτερα που προσπαθεί και έρχεται κάθε χρόνο και μας κάνει τις λειτουργίες μαζί με τον π. Παναγιώτη του χωριού που επίσης με όλη του την δύναμη ψυχής έχει αγκαλιάσει αυτό το έργο. Θα ήθελα, ακόμη, να ευχαριστήσω την γυναίκα μου που με τόση μεγάλη αγάπη συμπαρίσταται και προσπαθεί συνεχώς και δημιουργεί μαζί μου όλα αυτά τα πράγματα».

Στέκονται καθημερινά έξω από την Ι.Μ. Κιτίου για ένα πιάτο φαγητό


sisitiomitropolikitiouΟυρές σχηματίζουν δεκάδες Λαρνακείς έξω από την Ιερά Μητρόπολη Κιτίου η οποία ετοιμάζει καθημερινά συσσίτιο για τους άπορους.
Ολόκληρες οικογένεις, ηλικιωμένα ζευγάρια, μονήρεις όλων των ηλικιών αναζητούν από την Εκκλησία χέρι βοηθείας .
Σύμφωνα με τον πάτερ Κωνσταντίνο Κωνσταντίνου, τουλάχιστον 200 με 250 πολίτες της Λάρνακας, κυρίως Κύπριοι, στρέφονται στην Μητρόπολη Κιτίου για να εξασφαλίσουν το φαγητό της ημέρας, αφού λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν, δεν έχουν τα χρήματα, ούτε για να προμηθευτούν τα είδη πρώτη ανάγκης όπως γάλα και ψωμί.
Όπως είπε χαρακτηριστικά «καθημερινά εξυπηρετούμε 200-250 άτομα, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις δίδονται τρόφιμα και φρούτα, έτσι ώστε να μπορούν αυτά τα άτομα να καλύπτουν τις ανάγκες ολόκληρης της ημέρας. Μάλιστα πρόσφατα αρχίσαμε και κάνουμε κατ’ οίκον διανομη φαγητού σε ανθρώπου που δεν έχουν να φάνε, αλλά και που δεν έχουν βενζίνη να βάλουν στο αυτοκίνητο τους για να έρθουν να πάρουν το φαγητό».
Όπως ανάφερε ο πάτερ Κωνσταντίνος υπάρχουν και οι περιπτώσεις των ατόμων που ζητούν ακόμη και χρήματα για να μπορέσουν να πληρώσουν το ενοίκιο, τα φάρμακα, τους γιατρούς, το νερό, το ρεύμα και τις άλλες δαπάνες του σπιτιού τους.
«Εμείς προσπαθούμε να βοηθήσουμε συμπολίτες μας που έχουν πραγματική ανάγκη και αυτό θεωρούμε ότι είναι υποχρέωση και καθήκον μας. Όποιος συνάνθρωπος μας έχει ανάγκη, εμείς είμαστε πρόθυμοι να τον βοηθήσουμε».
Την ίδια ώρα που η παρουσία άπορων ατόμων, για βοήθεια, αυξάνεται, οι χορηγίες και οι προσφορές από διάφορους τοπικούς φορείς, υπεραγορές και οργανώσεις μειώνονται, λόγω των νέων δεδομένων, που δημιούργησε η οικονομική κρίση, με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται πρόβλημα προμήθεια, γι αυτό και γίνεται έκκληση προς τα όσους ενδιαφέρονται να προσφέρουν για τους συμπολίτες τους, να επικοινωνούν με την Ιερά Μητρόπολη Κιτίου

Mόρφου Νεόφυτος: Η οικουμενικότητα των Τριών Ιεραρχών είναι υποδειγματική





Η οικουμενικότητα των Τριών Ιεραρχών είναι υποδειγματική, αφού συνδιαλέγονταν με όλα και με όλους, χωρίς να αποκλίνουν από την Αλήθεια του Τριαδικού Θεού, υπογράμμισε σε ομιλία του ο Κύπριος Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος σε ομιλία του κατά την χθεσινή μέρα της μνήμης των τριών Πατέρων της Εκκλησίας μας.  
«Η εποχή μας, με τον έντονο συγκρητισμό, την παγκοσμιοποίηση, τη συνύπαρξη των πιο αντιφατικών πολιτιστικών στοιχείων, θυμίζει σε πολλά τη δική τους εποχή. Γι’ αυτό, η παρουσία τους είναι και σήμερα επίκαιρη, όπως ήταν στη δική τους εποχή», υπέδειξε.  
Στην ομιλία του ο Μητροπολίτης Μόιρφου, αφού έκανε πρώτα αναφορά στην ζωή των Τριών Ιεραρχών, τόνισε :
«Το να μιλά κανείς για τους Τρεις Ιεράρχες είναι εγχείρημα δύσκολο, καθότι οι τρεις αυτοί Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, παρόλο που μας κληροδότησαν ένα λόγο γεμάτο φως, ήσαν πρωτίστως άνθρωποι των έργων. 
Δηλαδή πραγμάτωσαν εδώ στη γη την εν Χριστώ ζωή με τα έργα και τη βιοτή τους, αφιερώνοντας όλες τους τις δυνάμεις, ψυχικές και σωματικές, στη διακονία της Εκκλησίας και του λαού του Θεού. Τα μεγάλα και ποικίλα χαρίσματα, που έλαβαν δωρεάν από το Θεό, τα έδωσαν με τη σειρά τους στον κόσμο, δοξάζοντας έτσι εκείνον, που τους τα έδωσε και ανακουφίζοντας και στηρίζοντας τους ανθρώπους. 
Σπάνια συναντάμε, ακόμα και σε αγιασμένους ανθρώπους, τέτοιο φρόνημα και τέτοιο πλούτο χαρισμάτων. Όπως πολύ ορθά σημειώνουν οι μελετητές του Μεγάλου Βασιλείου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, η πολυσχιδής προσωπικότητα τους συγκέντρωνε και συνδύαζε θαυμαστές ικανότητες διαποτισμένες από αγιότητα, ασκητικότητα, θεολογία, ακαδημαϊκή γνώση, κοινωνική ευαισθησία, ποιμαντική μέριμνα, συγγραφικό ταλέντο και διοικητική μέριμνα. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο, που ο υμνωδός της Εκκλησίας τους ονομάζει «μεγίστους φωστήρας της τρισηλίου Θεότητος» και αλλού του «Χριστού μας το στόμα». Επομένως, θα μιλήσουμε για τους τρεις αυτούς Μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας μας, έχοντας κατά νουν ότι έβαλαν τα θεμέλια για την ορθή λατρεία του Τριαδικού Θεού σε όλη την οικουμένη και μας κληροδότησαν τα αθάνατα συγγράμματα τους, που παραμένουν μέχρι σήμερα ένα βασικό εργαλείο για οιονδήποτε θέλει να μελετήσει την Ορθόδοξη πατερική και θεολογική παράδοση. 
Οι Τρεις Ιεράρχες έβλεπαν ότι την εποχή, που έζησαν, η αρχαιοελληνική παράδοση ήταν ζώσα και πραγματική, όχι μόνο για τους ειδωλολάτρες, αλλά και για πολλούς χριστιανούς, που αισθάνονταν κληρονόμοι των δύο πολιτισμών, του ελληνικού και του χριστιανικού και ήθελαν να παραλάβουν από τον ελληνισμό ένα περίλαμπρο ένδυμα κι από τον χριστιανισμό μια υψηλή θρησκευτική και ηθική διδασκαλία. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα, οι Καππαδόκες Πατέρες, και ειδικά ο Μέγας Βασίλειος, προσέφεραν το μέτρο της διακρίσεως, που προέτρεπε μεν τους χριστιανούς να σπουδάζουν τη φιλοσοφία και τις συναφείς επιστήμες, αλλά να προφυλάγονται από την κενή απάτη των ειδώλων, έχοντας για οδηγό τους την αποκάλυψη της εν Χριστώ αλήθειας. 
Η φιλοσοφία μπορούσε να είναι ένα όργανο επεξεργασίας και διατύπωσης των θεολογικών και ηθικών αντιλήψεων, αλλά το ζητούμενο ήταν η διατήρηση της σχέσης με τον ένα και μόνο Θεό. Η χρησιμοποίηση των όρων και μεθοδολογίας της ελληνικής φιλοσοφίας θεωρήθηκε αναγκαία, για να διατυπωθεί και να κατανοηθεί σε όρους δογματικούς η χριστιανική πίστη. Αξίζει εδώ να προσέξουμε το εξής: Οι Τρεις Ιεράρχες δεν έπαιρναν, όπως πολλοί πιστεύουν, ό,τι τους άρεσε από την αρχαία γραμματεία για να το προσαρμόσουν στη χριστιανική πίστη. Ούτε και συνέχισαν το έργο μερικών απολογητών, που υποστήριζαν ότι κάποια αρχαία κείμενα προετοίμαζαν την έλευση του Χριστού. Αντιθέτως, έχοντας ξεκάθαρη άποψη, αντιμετώπισαν τον αρχαίο κόσμο στο σύνολο του. Και έχοντας ως αφετηρία τον βαθύ συγκλονισμό που ένοιωθαν οι Έλληνες απέναντι στο απρόβλεπτο της ζωής, το οποίο τους ενέπνεε την αίσθηση της τραγωδίας, αντιπρότειναν στην εποχή τους ως λύση το απέραντο έλεος του Θεού, ο οποίος σαρκώθηκε για να προσλάβει τη ζωή και να θεραπεύσει την ιστορία. 
Στον τομέα της παιδείας, οι Τρεις Ιεράρχες αναδεικνύονται πρωτοπόροι αφού, σε μια εποχή συγκρούσεων και ταραχών, είχαν το σθένος και την τόλμη να υποστηρίζουν και να επιμένουν ότι θα πρέπει να μορφώνονται όλοι, ανεξαρτήτως τάξεως και όχι μόνο οι ανώτερες τάξεις του λαού. Κατάφεραν, λόγω της προσωπικότητας τους, της μεγάλης ακαδημαϊκής μόρφωσης και της ευρύτητας του πνεύματός τους, να καθορίσουν την παιδεία της εποχής τους. Έτσι στα σχολεία διδάσκονταν και αρχαιοελληνικά κείμενα και συγγραφείς, όπως ο Όμηρος, οι αρχαίοι τραγικοί Αισχύλος, Σοφοκλής και Ευριπίδης, ιστορικοί και ρήτορες, ακόμα και μερικές κωμωδίες του Αριστοφάνη. Πολλοί ερευνητές συμφωνούν ότι τα κείμενα αυτά δεν θα σώζονταν, εάν οι Τρείς Ιεράρχες δεν τα ενέτασσαν στην εκπαίδευση. Και αν σήμερα θεωρούνται προστάτες της παιδείας και των γραμμάτων, είναι γιατί, όχι μόνο διέσωσαν τα αρχαία γράμματα σε μια εποχή φανατισμού και μισαλλοδοξίας, αλλά και γιατί η βαθιά τους πίστη τους επέτρεψε να είναι επιλεκτικοί, διακριτικοί, ανοικτοί και κριτικοί προς κάθε κατεύθυνση. 
Γνώριζαν δηλαδή, ότι η γνώση δεν αρκεί από μόνη της για να κατευθύνει τους νέους προς την οδό της αλήθειας. Επιθυμούσαν να διαμορφώσουν τους νέους με τρόπο ώστε να αναπτύξουν το δώρο της ελευθερίας που είχαν από τον Θεό δημιουργικά κι όχι φοβισμένα και καχύποπτα, γιατί μόνο έτσι θα μπορούσαν να αγαπήσουν πραγματικά τον Δημιουργό και το δημιούργημα Του, τον άνθρωπο. Ήθελαν τα παιδιά να είναι μέτοχοι της αγάπης του Θεού, που εκβάλει έξω κάθε φόβο, ώστε ο άνθρωπος να αισθάνεται την ανάγκη να διακονεί τον αδελφό του και όχι να τον υποτάσσει. Έτσι, οι Τρεις Ιεράρχες είδαν την παιδεία ως καλλιέργεια της ψυχής και κοινωνία με τον Θεό, ως διαμόρφωση καλών και ενάρετων χαρακτήρων και ομαλή ένταξη τους στην κοινωνία. Γιατί, όπως λέει αφοπλιστικά ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «οι άνθρωποι πρέπει να ζουν ο ένας για τον άλλο και όλοι για όλους». 
Η κοινωνική ευαισθησία των Τριών Ιεραρχών είναι υποδειγματική και αξεπέραστη σε εύρος και δημιουργικότητα. Πρώτοι οι Τρεις Ιεράρχες τόνισαν ότι, παράλληλα με την ασκητική και ησυχαστική ζωή, θα έπρεπε να λειτουργεί και η διακονία προς τον συνάνθρωπο μας, δηλαδή η συμπαράσταση και η βοήθεια προς κάθε πάσχοντα, ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος και θρησκείας. Είναι γνωστά τα οργανωμένα συσσίτια του Μεγάλου Βασιλείου, στα οποία προσέρχονταν και Εβραίοι και Αρειανοί, καθώς είναι γνωστή και η κριτική, που ασκούσε στους τοκογλύφους και όσους εκμεταλλεύονταν τους ανθρώπους στη δουλειά. Ο άγιος Γρηγόριος σημειώνει ότι κανένας δεν είναι εκ φύσεως δούλος, ανατρέποντας τη σχετική άποψη, τόσο του αρχαίου, όσο και του ιουδαϊκού κόσμου. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος με τη σειρά του παραχωρεί εκκλησία στους Γότθους, για να τελούν τη λατρεία στη δική τους βαρβαρική γλώσσα. Όλα αυτά δείχνουν αγίους, που εφάρμοζαν στην πράξη και στην κυριολεξία τις εντολές του Χριστού. Δεν ήσαν χριστιανοί κατ’ όνομα, αλλά κατ’ ουσίαν.
Η οικουμενικότητα των Τριών Ιεραρχών είναι υποδειγματική αφού συνδιαλέγονταν με όλα και με όλους, χωρίς να αποκλίνουν από την Αλήθεια του Τριαδικού Θεού. Η ζωή τους ήταν διαποτισμένη από μια οικουμενική αντίληψη, η οποία αποτυπώθηκε και στο απολυτίκιο τους, το οποίο λέει: «τους την οικουμένην ακτίσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας». Δηλαδοί, οι Τρεις Ιεράρχες είναι αυτοί, που έδωσαν φως σ’ ολόκληρη την οικουμένη, με τις ακτίνες των θείων δογμάτων. 
Η εποχή τους ήταν εποχή πολυπολιτισμικότητας, όπως θα λέγαμε σήμερα. Οι ίδιοι μαθήτευσαν σε εθνικούς και ιουδαίους δασκάλους και έτσι από νωρίς αντιλήφθηκαν ότι η Εκκλησία του Χριστού είναι οικουμενική και ότι ο αληθινός Θεός έπρεπε να γίνει κατανοητός σε όλον τον κόσμο, όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως καταγωγής, θρησκείας, φύλου, χρώματος ή κοινωνικής θέσης. Το μήνυμα της Αναστάσεως, της νίκης κατά του θανάτου, έπρεπε να φτάσει σε κάθε γωνιά της γης. Η οικουμενικότητα των Τριών Ιεραρχών δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή παγκοσμιότητα, που ισοπεδώνει τα πάντα, γιατί εκείνη ήταν θεμελιωμένη στην ελευθερία και τον σεβασμό της διαφορετικότητας. Για τους Τρεις Ιεράρχες η οικουμενικότητα δεν ήταν σχήμα λόγου αλλά πράξη καινοδιαθηκική. Ο πλησίον είναι ο αδελφός μου, το άλλο μου μισό. Έτσι, μπορούμε χωρίς υπερβολή να πούμε ότι οι Τρεις Ιεράρχες είναι αυτοί, που ένωσαν την Ανατολή με τη Δύση και τον αρχαίο κόσμο με τον νέο κόσμο της χριστιανικής πίστης. 
Η σκέψη των Τριών Ιεραρχών αποτελεί σήμερα το κλειδί για την ελληνική παιδεία. Διότι προσφέρει το οικουμενικό μήνυμα της αγάπης και της συνδιαλλαγής, αλλά και προβάλλει τον άνθρωπο ως κέντρο της δημιουργίας, που έχει την ευθύνη της διαχειρίσεως του κτιστού κόσμου αλλά και τη δυνατότητα να συνομιλεί και να κοινωνεί με τον Θεό, ως πρόσωπο ανεπανάληπτο και μοναδικό.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να αναφερθώ και στη τεράστια συμβολή του Μεγάλου Βασιλείου και του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στη θεία λατρεία, με τη διαμόρφωση του τυπικού της θείας Λειτουργίας, που είναι το κορυφαίο λατρευτικό γεγονός των χριστιανών, το οποίο κορυφώνεται με την τέλεση της θείας Ευχαριστίας. Η θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, που είναι προγενέστερη εκείνης του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, είναι μεγαλοπρεπής και μακροσκελής και τελείται δέκα φορές τον χρόνο. Ενώ η θεία Λειτουργία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου είναι στηριγμένη στην αποστολική θεία Λειτουργία, που αποδίδεται στον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο, αλλά αποτελεί και μια συνοπτικότερη απόδοση της θείας Λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου». 

Έγινε το πρώτο βήμα για την αναστήλωση της ιστορικής Μονής του Αποστόλου Ανδρέα



Λευκωσία, του Αριστείδη Βικέτου
Μετά από πολύχρονες προσπάθειες έγινε σήμερα το πρώτο σημαντικό βήμα για την αναστήλωση της ιστορικής Μονής του Αποστόλου Ανδρέα στην κατεχόμενη Καρπασία με την υπογραφή πρωτοκόλλου συμφωνίας  μεταξύ της Εκκλησίας της Κύπρου και του UNDP  (Πρόγραμμα Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών) . 
Το πρωτόκολλο υπέγραψαν ο χωρεπίσκοπος Καρπασίας Χριστοφόρος και η υπεύθυνη του UNDP στην Λευκωσία Λουτζιάνα Τζενάρο. Παρόντες ήσαν ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος , ο επικεφαλής από ελληνοκυπριακής πλευράς στην μεικτή τεχνική επιτροπή για την πολιτιστική κληρονομιά και μέλη της διαχειριστικής επιτροπής της Μονής. 
Εντός της ημέρας το πρωτόκολλο θα υπογραφεί στα κατεχόμενα και με το ΕΦΚΑΦ ,το οποίο διαχειρίζεται  τις περιουσίες πoυ αvήκoυv σε τεμέvη, μoυσoυλμαvικά κoιμητήρια και μoυσoυλμαvικά εκπαιδευτικά ιδρύματα. 
 Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος εξέφρασε συγκίνηση και ανέφερε ότι για πρώτη φορά επισκέφθηκε την Μονή σε ηλικία έξι χρονών.
Ο κ. Τάκης Χατζηδημητρίου χαρακτήρισε ιστορική την σημερινή μέρα για την σωτηρία της Μονής ως μνημείου και συμβόλου της ιστορίας και παράδοσης της Κύπρου.
Επίσης, είπε ότι η σημερινή μέρα συμβολίζει τη συνεργασία και τη συμπόρευση δυνάμεων, που θέλουν να εργαστούν για τη συντήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς σε ολόκληρη την Κύπρο. Η μικτή τεχνική επιτροπή αισθάνεται ότι δικαιώνεται ο ρόλος της, ανέφερε και εξέφρασε την ελπίδα ότι θα υπάρχει συνέχεια και για άλλα έργα. 
Ο χωρεπίσκοπος Καρπασίας Χριστοφόρος εξέφρασε ευχαριστία προς τον Θεό , που βοήθησε να υπογραφή η συμφωνία. 
Ελπίζουμε, είπε,  να δούμε το μοναστήρι μας αναστηλωμένο για να το επισκέπτονται οι χριστιανοί και όσοι άλλοι θέλουν. Μπορεί, τόνισε,  να υπάρξει συνεργασία μεταξύ ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων. 
Η αναστήλωση θα γίνει σε τρεις φάσεις. Η πρώτη , που το κόστος της υπολογίζεται στα 2,5 εκ. ευρώ , αφορά το αρχαίο παρεκκλήσιο και τον μεταγενέστερο ναό. Η δεύτερη φάση τον ιστορικό πυρήνα και η τρίτη τον περιβάλλοντα χώρο. Όλα τα έργα θα γίνουν με βάση την μελέτη, που έχει εκπονήσει το Πανεπιστήμιο Πατρών. 
Το έργο θα χρηματοδοτηθεί από το UNDP,  τις ΗΠΑ, την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Εκκλησία της Κύπρου και την τουρκοκυπριακή πλευρά. 
Το μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα είναι κτισμένο στο ομώνυμο ακρωτήρι της Κύπρου που βρίσκεται στην κατεχόμενη  χερσόνησο της Καρπασίας στο ανατολικότερο σημείο της Κύπρου και σύμφωνα με την παράδοση εκεί αποβιβάστηκε ο Απόστολος Ανδρέας.
Μια πρώτη μαρτυρία έχουμε το 1103μ.Χ από τον Αγγλοσάξωνα προσκυνητή Seawolf, που το αποκαλεί «λιμανάκι του Αποστόλου Ανδρέα». Παλιοί χάρτες της Κύπρου αναφέρουν το ακρωτήρι με το όνομα Capo de Santo Andrea.
Από τα κτίσματα του πρώτου ναού δε διασώθηκαν καθόλου ίχνη. Στη θέση τους κτίστηκε όμως, το 15ο αιώνα, ναός με γοτθική επίδραση που βρίσκεται χαμηλά, δίπλα στο κύμα και διασώζεται ως τις μέρες μας.
Η νεότερη εκκλησία κτίστηκε το 19ο αιώνα και βρίσκεται πιο ψηλά, δυτικά της πρώτης. αρχαιότητας. Τα εγκαίνια του τέλεσε ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος στις 15 Αυγούστου του 1867 τα εγκαίνια του ναού, που από τότε καθιερώθηκε να γιορτάζει τη μέρα αυτή.
Στη μεγάλη αυλή του μοναστηριού βρίσκονται το Συνοδικό, το Οικονομείο, το μαγειρείο, το αρτοποιείο, οι τραπεζαρίες και οι ξενώνες που φιλοξενούσαν τους χιλιάδες προσκυνητές που έφταναν εκεί για να προσκυνήσουν τον Άγιο, πριν από την Τουρκική εισβολή, το 1974. Στη μέση της αυλής βρίσκεται η βρύση του μοναστηριού και η προτομή του κτήτορα, παπά Ιωάννου Οικονόμου.
Το άγιασμα του Αποστόλου Ανδρέα αναβλύζει μέχρι σήμερα από τη γη, δίπλα από το ερημωμένο μοναστήρι .