Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2013

Mόρφου Νεόφυτος: Η οικουμενικότητα των Τριών Ιεραρχών είναι υποδειγματική





Η οικουμενικότητα των Τριών Ιεραρχών είναι υποδειγματική, αφού συνδιαλέγονταν με όλα και με όλους, χωρίς να αποκλίνουν από την Αλήθεια του Τριαδικού Θεού, υπογράμμισε σε ομιλία του ο Κύπριος Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος σε ομιλία του κατά την χθεσινή μέρα της μνήμης των τριών Πατέρων της Εκκλησίας μας.  
«Η εποχή μας, με τον έντονο συγκρητισμό, την παγκοσμιοποίηση, τη συνύπαρξη των πιο αντιφατικών πολιτιστικών στοιχείων, θυμίζει σε πολλά τη δική τους εποχή. Γι’ αυτό, η παρουσία τους είναι και σήμερα επίκαιρη, όπως ήταν στη δική τους εποχή», υπέδειξε.  
Στην ομιλία του ο Μητροπολίτης Μόιρφου, αφού έκανε πρώτα αναφορά στην ζωή των Τριών Ιεραρχών, τόνισε :
«Το να μιλά κανείς για τους Τρεις Ιεράρχες είναι εγχείρημα δύσκολο, καθότι οι τρεις αυτοί Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, παρόλο που μας κληροδότησαν ένα λόγο γεμάτο φως, ήσαν πρωτίστως άνθρωποι των έργων. 
Δηλαδή πραγμάτωσαν εδώ στη γη την εν Χριστώ ζωή με τα έργα και τη βιοτή τους, αφιερώνοντας όλες τους τις δυνάμεις, ψυχικές και σωματικές, στη διακονία της Εκκλησίας και του λαού του Θεού. Τα μεγάλα και ποικίλα χαρίσματα, που έλαβαν δωρεάν από το Θεό, τα έδωσαν με τη σειρά τους στον κόσμο, δοξάζοντας έτσι εκείνον, που τους τα έδωσε και ανακουφίζοντας και στηρίζοντας τους ανθρώπους. 
Σπάνια συναντάμε, ακόμα και σε αγιασμένους ανθρώπους, τέτοιο φρόνημα και τέτοιο πλούτο χαρισμάτων. Όπως πολύ ορθά σημειώνουν οι μελετητές του Μεγάλου Βασιλείου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, η πολυσχιδής προσωπικότητα τους συγκέντρωνε και συνδύαζε θαυμαστές ικανότητες διαποτισμένες από αγιότητα, ασκητικότητα, θεολογία, ακαδημαϊκή γνώση, κοινωνική ευαισθησία, ποιμαντική μέριμνα, συγγραφικό ταλέντο και διοικητική μέριμνα. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο, που ο υμνωδός της Εκκλησίας τους ονομάζει «μεγίστους φωστήρας της τρισηλίου Θεότητος» και αλλού του «Χριστού μας το στόμα». Επομένως, θα μιλήσουμε για τους τρεις αυτούς Μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας μας, έχοντας κατά νουν ότι έβαλαν τα θεμέλια για την ορθή λατρεία του Τριαδικού Θεού σε όλη την οικουμένη και μας κληροδότησαν τα αθάνατα συγγράμματα τους, που παραμένουν μέχρι σήμερα ένα βασικό εργαλείο για οιονδήποτε θέλει να μελετήσει την Ορθόδοξη πατερική και θεολογική παράδοση. 
Οι Τρεις Ιεράρχες έβλεπαν ότι την εποχή, που έζησαν, η αρχαιοελληνική παράδοση ήταν ζώσα και πραγματική, όχι μόνο για τους ειδωλολάτρες, αλλά και για πολλούς χριστιανούς, που αισθάνονταν κληρονόμοι των δύο πολιτισμών, του ελληνικού και του χριστιανικού και ήθελαν να παραλάβουν από τον ελληνισμό ένα περίλαμπρο ένδυμα κι από τον χριστιανισμό μια υψηλή θρησκευτική και ηθική διδασκαλία. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα, οι Καππαδόκες Πατέρες, και ειδικά ο Μέγας Βασίλειος, προσέφεραν το μέτρο της διακρίσεως, που προέτρεπε μεν τους χριστιανούς να σπουδάζουν τη φιλοσοφία και τις συναφείς επιστήμες, αλλά να προφυλάγονται από την κενή απάτη των ειδώλων, έχοντας για οδηγό τους την αποκάλυψη της εν Χριστώ αλήθειας. 
Η φιλοσοφία μπορούσε να είναι ένα όργανο επεξεργασίας και διατύπωσης των θεολογικών και ηθικών αντιλήψεων, αλλά το ζητούμενο ήταν η διατήρηση της σχέσης με τον ένα και μόνο Θεό. Η χρησιμοποίηση των όρων και μεθοδολογίας της ελληνικής φιλοσοφίας θεωρήθηκε αναγκαία, για να διατυπωθεί και να κατανοηθεί σε όρους δογματικούς η χριστιανική πίστη. Αξίζει εδώ να προσέξουμε το εξής: Οι Τρεις Ιεράρχες δεν έπαιρναν, όπως πολλοί πιστεύουν, ό,τι τους άρεσε από την αρχαία γραμματεία για να το προσαρμόσουν στη χριστιανική πίστη. Ούτε και συνέχισαν το έργο μερικών απολογητών, που υποστήριζαν ότι κάποια αρχαία κείμενα προετοίμαζαν την έλευση του Χριστού. Αντιθέτως, έχοντας ξεκάθαρη άποψη, αντιμετώπισαν τον αρχαίο κόσμο στο σύνολο του. Και έχοντας ως αφετηρία τον βαθύ συγκλονισμό που ένοιωθαν οι Έλληνες απέναντι στο απρόβλεπτο της ζωής, το οποίο τους ενέπνεε την αίσθηση της τραγωδίας, αντιπρότειναν στην εποχή τους ως λύση το απέραντο έλεος του Θεού, ο οποίος σαρκώθηκε για να προσλάβει τη ζωή και να θεραπεύσει την ιστορία. 
Στον τομέα της παιδείας, οι Τρεις Ιεράρχες αναδεικνύονται πρωτοπόροι αφού, σε μια εποχή συγκρούσεων και ταραχών, είχαν το σθένος και την τόλμη να υποστηρίζουν και να επιμένουν ότι θα πρέπει να μορφώνονται όλοι, ανεξαρτήτως τάξεως και όχι μόνο οι ανώτερες τάξεις του λαού. Κατάφεραν, λόγω της προσωπικότητας τους, της μεγάλης ακαδημαϊκής μόρφωσης και της ευρύτητας του πνεύματός τους, να καθορίσουν την παιδεία της εποχής τους. Έτσι στα σχολεία διδάσκονταν και αρχαιοελληνικά κείμενα και συγγραφείς, όπως ο Όμηρος, οι αρχαίοι τραγικοί Αισχύλος, Σοφοκλής και Ευριπίδης, ιστορικοί και ρήτορες, ακόμα και μερικές κωμωδίες του Αριστοφάνη. Πολλοί ερευνητές συμφωνούν ότι τα κείμενα αυτά δεν θα σώζονταν, εάν οι Τρείς Ιεράρχες δεν τα ενέτασσαν στην εκπαίδευση. Και αν σήμερα θεωρούνται προστάτες της παιδείας και των γραμμάτων, είναι γιατί, όχι μόνο διέσωσαν τα αρχαία γράμματα σε μια εποχή φανατισμού και μισαλλοδοξίας, αλλά και γιατί η βαθιά τους πίστη τους επέτρεψε να είναι επιλεκτικοί, διακριτικοί, ανοικτοί και κριτικοί προς κάθε κατεύθυνση. 
Γνώριζαν δηλαδή, ότι η γνώση δεν αρκεί από μόνη της για να κατευθύνει τους νέους προς την οδό της αλήθειας. Επιθυμούσαν να διαμορφώσουν τους νέους με τρόπο ώστε να αναπτύξουν το δώρο της ελευθερίας που είχαν από τον Θεό δημιουργικά κι όχι φοβισμένα και καχύποπτα, γιατί μόνο έτσι θα μπορούσαν να αγαπήσουν πραγματικά τον Δημιουργό και το δημιούργημα Του, τον άνθρωπο. Ήθελαν τα παιδιά να είναι μέτοχοι της αγάπης του Θεού, που εκβάλει έξω κάθε φόβο, ώστε ο άνθρωπος να αισθάνεται την ανάγκη να διακονεί τον αδελφό του και όχι να τον υποτάσσει. Έτσι, οι Τρεις Ιεράρχες είδαν την παιδεία ως καλλιέργεια της ψυχής και κοινωνία με τον Θεό, ως διαμόρφωση καλών και ενάρετων χαρακτήρων και ομαλή ένταξη τους στην κοινωνία. Γιατί, όπως λέει αφοπλιστικά ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «οι άνθρωποι πρέπει να ζουν ο ένας για τον άλλο και όλοι για όλους». 
Η κοινωνική ευαισθησία των Τριών Ιεραρχών είναι υποδειγματική και αξεπέραστη σε εύρος και δημιουργικότητα. Πρώτοι οι Τρεις Ιεράρχες τόνισαν ότι, παράλληλα με την ασκητική και ησυχαστική ζωή, θα έπρεπε να λειτουργεί και η διακονία προς τον συνάνθρωπο μας, δηλαδή η συμπαράσταση και η βοήθεια προς κάθε πάσχοντα, ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος και θρησκείας. Είναι γνωστά τα οργανωμένα συσσίτια του Μεγάλου Βασιλείου, στα οποία προσέρχονταν και Εβραίοι και Αρειανοί, καθώς είναι γνωστή και η κριτική, που ασκούσε στους τοκογλύφους και όσους εκμεταλλεύονταν τους ανθρώπους στη δουλειά. Ο άγιος Γρηγόριος σημειώνει ότι κανένας δεν είναι εκ φύσεως δούλος, ανατρέποντας τη σχετική άποψη, τόσο του αρχαίου, όσο και του ιουδαϊκού κόσμου. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος με τη σειρά του παραχωρεί εκκλησία στους Γότθους, για να τελούν τη λατρεία στη δική τους βαρβαρική γλώσσα. Όλα αυτά δείχνουν αγίους, που εφάρμοζαν στην πράξη και στην κυριολεξία τις εντολές του Χριστού. Δεν ήσαν χριστιανοί κατ’ όνομα, αλλά κατ’ ουσίαν.
Η οικουμενικότητα των Τριών Ιεραρχών είναι υποδειγματική αφού συνδιαλέγονταν με όλα και με όλους, χωρίς να αποκλίνουν από την Αλήθεια του Τριαδικού Θεού. Η ζωή τους ήταν διαποτισμένη από μια οικουμενική αντίληψη, η οποία αποτυπώθηκε και στο απολυτίκιο τους, το οποίο λέει: «τους την οικουμένην ακτίσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας». Δηλαδοί, οι Τρεις Ιεράρχες είναι αυτοί, που έδωσαν φως σ’ ολόκληρη την οικουμένη, με τις ακτίνες των θείων δογμάτων. 
Η εποχή τους ήταν εποχή πολυπολιτισμικότητας, όπως θα λέγαμε σήμερα. Οι ίδιοι μαθήτευσαν σε εθνικούς και ιουδαίους δασκάλους και έτσι από νωρίς αντιλήφθηκαν ότι η Εκκλησία του Χριστού είναι οικουμενική και ότι ο αληθινός Θεός έπρεπε να γίνει κατανοητός σε όλον τον κόσμο, όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως καταγωγής, θρησκείας, φύλου, χρώματος ή κοινωνικής θέσης. Το μήνυμα της Αναστάσεως, της νίκης κατά του θανάτου, έπρεπε να φτάσει σε κάθε γωνιά της γης. Η οικουμενικότητα των Τριών Ιεραρχών δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή παγκοσμιότητα, που ισοπεδώνει τα πάντα, γιατί εκείνη ήταν θεμελιωμένη στην ελευθερία και τον σεβασμό της διαφορετικότητας. Για τους Τρεις Ιεράρχες η οικουμενικότητα δεν ήταν σχήμα λόγου αλλά πράξη καινοδιαθηκική. Ο πλησίον είναι ο αδελφός μου, το άλλο μου μισό. Έτσι, μπορούμε χωρίς υπερβολή να πούμε ότι οι Τρεις Ιεράρχες είναι αυτοί, που ένωσαν την Ανατολή με τη Δύση και τον αρχαίο κόσμο με τον νέο κόσμο της χριστιανικής πίστης. 
Η σκέψη των Τριών Ιεραρχών αποτελεί σήμερα το κλειδί για την ελληνική παιδεία. Διότι προσφέρει το οικουμενικό μήνυμα της αγάπης και της συνδιαλλαγής, αλλά και προβάλλει τον άνθρωπο ως κέντρο της δημιουργίας, που έχει την ευθύνη της διαχειρίσεως του κτιστού κόσμου αλλά και τη δυνατότητα να συνομιλεί και να κοινωνεί με τον Θεό, ως πρόσωπο ανεπανάληπτο και μοναδικό.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να αναφερθώ και στη τεράστια συμβολή του Μεγάλου Βασιλείου και του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στη θεία λατρεία, με τη διαμόρφωση του τυπικού της θείας Λειτουργίας, που είναι το κορυφαίο λατρευτικό γεγονός των χριστιανών, το οποίο κορυφώνεται με την τέλεση της θείας Ευχαριστίας. Η θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, που είναι προγενέστερη εκείνης του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, είναι μεγαλοπρεπής και μακροσκελής και τελείται δέκα φορές τον χρόνο. Ενώ η θεία Λειτουργία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου είναι στηριγμένη στην αποστολική θεία Λειτουργία, που αποδίδεται στον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο, αλλά αποτελεί και μια συνοπτικότερη απόδοση της θείας Λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου». 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου